Με το τέλος του 2024 η εταιρεία ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης Α.Ε. ενημέρωσε 8 εργαζομένους σε αυτήν ότι δεν θα ανανεωθούν οι συμβάσεις εργασίας τους.
Ακολούθησε άμεση αντίδραση του Σωματείου με ενημέρωση της Επιθεώρησης Εργασίας, της Ομοσπονδίας, των κομμάτων και των Μ.Μ.Ε., ενέργειες που είχαν ως αποτέλεσμα να επιστρέψουν στην εργασία τους οι τρεις από τους οκτώ απολυμένους, για να υπογράψουν τη νέα σύμβαση εργασίας τους, ορισμένου χρόνου, διάρκειας μέχρι την 31η-05-2025.
Τα παραπάνω αναφέρει σε ανακοίνωσή του το Σωματείο εργαζομένων στην επιχείρηση ΚΤΕΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Α.Ε. (Σ.Ε.Ε.Κ.Θ.), σημειώνοντας ότι «αποδείχτηκε λοιπόν από αυτή την «υπαναχώρηση» της εργοδοσίας, ότι ο πραγματικός στόχος της ήμασταν τα μέλη της διοίκησης του νεοσύστατου Σωματείου, το οποίο ιδρύθηκε πριν λίγους μήνες και συγκεκριμένα στις 28 Ιουλίου του 2024, δηλαδή ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και ο Γ. Γραμματέας του Σωματείου Εργαζομένων στην Επιχείρηση ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης (ΣΕΕΚΘ), των οποίων οι απολύσεις δεν ανακλήθηκαν. Ο πραγματικός στόχος των στοχευμένων απολύσεων ήταν να μην προλάβει το Σωματείο να βάλει φρένο στις αυθαιρεσίες της εταιρείας, με βασικότερη όλων να αποτελεί η διατήρηση σε κατάσταση μόνιμης ομηρίας εκατοντάδων εργαζόμενων οδηγών, μέσω αλλεπάλληλων συμβάσεων ορισμένου χρόνου 3, 5 ή και 8 μηνών, για πολλούς από εμάς επί πέντε και έξι χρόνια, διαδικασία η οποία έχει κριθεί παράνομη κατ’ επανάληψη από τη δικαιοσύνη».
Καταλήγοντας, το Σωματείο ζητά «την άμεση παρέμβαση από την κυβέρνηση, το Υπουργείο Εργασίας, το Υπουργείο Μεταφορών, τον ΟΣΕΘ αλλά και όλους τους αρμόδιους φορείς, τα κόμματα και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, ώστε όχι μόνο να καταγγελθεί η εργοδοτική αυθαιρεσία, η οποία εντελώς παράνομα προσπαθεί να «ξηλώσει» ένα νόμιμα συσταθέν Σωματείο Εργαζομένων, αλλά και να υποχρεώσουν τους επιχειρηματίες που αναλαμβάνουν δημόσιο έργο με απευθείας αναθέσεις έργων, με το κρατικό χρήμα να ρέει άφθονο αυτά τα 5 χρόνια και προς την ΚΤΕΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Α.Ε., που εκτελούν το αστικό συγκοινωνιακό έργο στον νομό Θεσσαλονίκης, ότι υπάρχουν νόμοι, κράτος και δικαιοσύνη, που τους υποχρεώνουν να συμμορφώνονται με την εργατική νομοθεσία».