Περιορισμένες δυνατότητες έχουν οι επαγγελματίες οδηγοί να ωφεληθούν από το νέο εργασιακό νομοσχέδιο που δίνει τη δυνατότητα δεύτερης εργασίας σε άλλον εργοδότη λόγω της υποχρεωτικής εφαρμογής του ευρωπαϊκού κανονισμού που ορίζει συγκεκριμένες ώρες εργασίας κατά ημέρα εβδομάδα και μήνα.
Ενώ δηλαδή το νέο εργασιακό νομοσχέδιο παρέχει τη δυνατότητα εργασίας μέχρι 13 ώρες σε δύο εργοδότες, αυτή η δυνατότητα δεν ισχύει για τους οδηγούς. Παράδειγμα, με το νέο νομοσχέδιο ένας εργαζόμενος (πλην των οδηγών) μπορεί να δουλέψει μέχρι 65 ώρες την εβδομάδα (13Χ5) ή μέχρι 130 ώρες το δεκαπενθήμερο, αρκεί σε μία περίοδο αναφοράς τεσσάρων μηνών να μη θίγεται το ανώτατο εβδομαδιαίο όριο των 48 ωρών στο οποίο περιλαμβάνεται και ο χρόνος υπερεργασίας και υπερωρίας.
Ο επαγγελματίας οδηγός με βάση τον Ευρωπαϊκό κανονισμό μπορεί το μέγιστο και κατ’ εξαίρεση να οδηγήσει μέσα σε μία εβδομάδα 56 ώρες (+2 για να φτάσει στον τόπο της κατοικίας του, δηλαδή 58 ώρες), αλλά την επόμενη εβδομάδα δεν μπορεί να οδηγήσει πάνω από 32 ώρες.
Συνολικά, δηλαδή, ο οδηγός δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δουλέψει πάνω από 90 ώρες το δεκαπενθήμερο όταν κάθε άλλος εργαζόμενος μπορεί να φτάσει μέχρι τις 130 ώρες στο ίδιο διάστημα των 2 εβδομάδων, σύμφωνα με το νέο νομοσχέδιο, αρκεί σε τετράμηνη βάση να μην έχει ξεπεράσει το όριο των 48 ωρών την εβδομάδα.
Με βάση τα παραπάνω, όφελος μπορεί να έχουν οι οδηγοί που εργάζονται με μειωμένο ωράριο σε έναν εργοδότη και μπορούν να εργαστούν και σε δεύτερο εργοδότη -με δηλωμένη την εργασία τους- ώστε να εξασφαλίσουν ένσημα για τη σύνταξή τους.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι, με το νέο εργασιακό νομοσχέδιο το υπουργείο εξετάζει να προσμετρώνται στον ασφαλιστικό χρόνο των εργαζομένων που απασχολούνται ταυτόχρονα σε δύο εργοδότες τα ένσημα και από τη δεύτερη δουλειά, κάτι που δεν ισχύει, μέχρι σήμερα.
Έτσι, οι επιπλέον ώρες της παράλληλης απασχόλησης θα έχουν ασφαλιστική ανταπόδοση στον εργαζόμενο και θα του εξασφαλίζουν υψηλότερη σύνταξη, καθώς θα αυξάνεται το ποσοστό αναπλήρωσης, χωρίς, ωστόσο, να αλλάζουν τα απαιτούμενα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης.
Παράλληλα, με το ασφαλιστικό όφελος που θα αποκομίζουν οι εργαζόμενοι οι οποίοι θα επιλέξουν να έχουν παράλληλη απασχόληση, το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης επιδιώκει να καταπολεμήσει την αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία.
Το εργασιακό Πλαίσιο του νέου νομοσχεδίου
Γενικότερα για όλους τους εργαζόμενους, πλην των οδηγών ,με το νέο νομοσχέδιο νομιμοποιείται η εργασία σε περισσότερους του ενός εργοδότη, χωρίς, όμως, να θίγεται το υπερεθνικό -ήδη θεσμοθετημένο- πλαίσιο για τα μέγιστα χρονικά όρια εργασίας, τα οποία πρέπει να τηρούνται απαρεγκλίτως.
Σήμερα, στη χώρα μας, επιτρέπεται να εργαστεί κάποιος μόνο σε δύο εργοδότες, εφόσον έχει συνάψει αντίστοιχες συμβάσεις μερικής απασχόλησης. Αντιθέτως, είναι παράνομη η εργασία, αν κάποιος εργάζεται το πρωί σε έναν εργοδότη με πλήρη απασχόληση και το απόγευμα εκτελεί μία εργασία με μερική απασχόληση.
Πλέον, θα επιτρέπεται η δεύτερη δουλειά, αν κάποιος το επιθυμεί, ενώ θα διατηρηθεί ο ελάχιστος χρόνος ανάπαυσης, που είναι 11 ώρες/24ωρο (ΠΔ 88/1999).
Ειδικότερα, η εν λόγω ρύθμιση προβλέπει τα εξής:
- εντός ενός 24ώρου, χωρά μόνο μία πλήρης απασχόληση και μία μερική απασχόληση κατ' ανώτατο όριο,
- δεν θίγεται η 40ωρη/5νθήμερη εργασία και
- δεν θίγεται το ανώτατο όριο των 48 ωρών, στο οποίο περιλαμβάνεται ο χρόνος υπερεργασίας και υπερωρίας, ως μέσος όρος στους τέσσερις μήνες περιόδου αναφοράς, όπως ορίζεται στο ΠΔ 88/1999.
Όφελος για τους συνταξιούχους
Παράλληλα το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης βρίσκεται στην τελική ευθεία για τη διαμόρφωση της νομοθετικής διάταξης σχετικά με την κατάργηση της παρακράτησης του 30% στη σύνταξη των εργαζόμενων συνταξιούχων, η οποία, στη συνέχεια, θα σταλεί προς έγκριση στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
Στόχος είναι να μειωθεί η επιβάρυνση που υφίστανται όσοι συνταξιούχοι εργάζονται ή θέλουν να εργαστούν. Σύμφωνα με πληροφορίες, με την προωθούμενη ρύθμιση, προβλέπεται ότι οι εργαζόμενοι συνταξιούχοι θα λαμβάνουν το σύνολο της σύνταξής τους και θα παρακρατείται ένα πολύ μικρό ποσοστό από τον μισθό της εργασίας τους.
Αυτό που εξετάζεται, χωρίς, όμως, να έχουν ληφθεί οι οριστικές αποφάσεις, είναι να οριστούν κατώτατο όριο, επί του οποίου δεν θα γίνεται καμία παρακράτηση, και «πλαφόν», προκειμένου η κράτηση να μην υπερβαίνει το ποσό που αντιστοιχεί σήμερα στην παρακράτηση του 30% στις συντάξεις.