Δύο Ούγγροι συνοριοφύλακες συνελήφθησαν από την αστυνομία επειδή ζήτησαν 1.500 ευρώ από δύο οδηγούς φορτηγού με γερμανικές πινακίδες για να αφήσουν το φορτηγό να περάσει τα σύνορα προς Ρουμανία.
Σύμφωνα με δήλωση της ουγγρικής εισαγγελίας, δύο συνοριοφύλακες βρίσκονταν στην υπηρεσία διαβατηριακού ελέγχου στη συνοριακή διέλευση Ártánd στα ρουμανοουγγρικά σύνορα τον Οκτώβριο του 2022 όταν ένα γερμανικό φορτηγό θέλησε να περάσει τα σύνορα από την Ουγγαρία γύρω στις 23:00.
Ο οδηγός έδωσε στους συνοριοφύλακες τα έγγραφα που χρειάζονται για να φύγουν από τη χώρα. Ο συνοριοφύλακας σταμάτησε το φορτηγό και είπε στον οδηγό ότι είχε βρει τόσες ελλείψεις στα έγγραφα του οχήματος που έπρεπε να επιβληθεί πρόστιμο περίπου 4.000 ευρώ και πρότεινε ότι «θα μπορούσε να δοθεί λύση για 1.500 ευρώ».
Οι οδηγοί του φορτηγού αρνήθηκαν ότι υπήρχαν παρατυπίες με το όχημα και δεν δέχτηκαν να πληρώσουν, λέγοντας ότι είχαν μόνο 500 ευρώ.
Σύμφωνα με το Γραφείο του Εισαγγελέα, ο αξιωματικός της συνοριακής αστυνομίας τους είπε επανειλημμένα ότι αυτός και ο συνάδελφός του θα τους επέτρεπαν να περάσουν στη Ρουμανία μόνο εάν πλήρωναν και στη συνέχεια τους έβαλε να περιμένουν χωρίς να κάνουν τίποτα (πρόκειται για το γνωστό στους διαμεταφορείς σπάσιμο νεύρων).
Μετά από περίπου δύο ώρες, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε νομική βάση για την κράτησή τους και την επιβολή προστίμου, οι δύο οδηγοί παρέδωσαν τριακόσια ευρώ και εβδομήντα χιλιάδες φιορίνια (περίπου 180 ευρώ). Στη συνέχεια, η συνοριακή αστυνομία επέτρεψε στο φορτηγό να περάσει τα σύνορα, χωρίς μάλιστα να καταγράψει τα στοιχεία του φορτηγού στο μητρώο διελεύσεων.
Ωστόσο, οι δύο οδηγοί του φορτηγού είχαν ενημερώσει τη μεταφορική τους εταιρεία για το «έξτρα έξοδο» και ο υπεύθυνος της μεταφορικής ενήργησε άμεσα ειδοποιώντας τον επικεφαλής αξιωματικό του συνοριακού Τελωνείου και την Αστυνομία.
«Η Εισαγγελία διέταξε την κράτηση των δύο δραστών, τους ανέκρινε ως ύποπτους και ζήτησε τη σύλληψή τους. Οι κατηγορούμενοι και οι δικηγόροι τους άσκησαν έφεση κατά της απόφασης του Στρατιωτικού Συμβουλίου του Πρωτοδικείου του Ντέμπρετσεν», κατέληξε η ανακοίνωση του Γραφείου της Εισαγγελίας.
Πηγή: Trans.info