Αγοραστές πετρελαιοκίνητων οχημάτων μάρκας Volkswagen εξοπλισμένων με λογισμικό το οποίο μειώνει την ανακυκλοφορία των καυσαερίων του οχήματος αναλόγως, μεταξύ άλλων, της θερμοκρασίας που ανιχνεύει ζητούν ενώπιον των αυστριακών δικαστηρίων την ακύρωση των συμβάσεων πώλησης που συνήψαν μεταξύ 2011 και 2013.
Και αυτό γιατί κρίθηκε ότι ένα λογισμικό ενσωματωμένο σε πετρελαιοκίνητα οχήματα το οποίο μειώνει την αποτελεσματικότητα του συστήματος ελέγχου των εκπομπών σε ένα μόνο εύρος θερμοκρασιών συνιστά απαγορευμένο σύστημα αναστολής. Δεδομένου ότι ένα τέτοιο ελάττωμα του οχήματος δεν είναι ασήμαντο, δεν αποκλείεται καταρχήν η υπαναχώρηση από τη σύμβαση πώλησης του οχήματος.
Τα παραπάνω αποτελούν απόφαση του Ευρωδικαστηρίου στην οποία αναφέρεται ότι το λογισμικό των πετρελαιοκίνητων οχημάτων Volkswagen εξασφαλίζει την τήρηση των οριακών τιμών που καθορίζονται σε επίπεδο Ένωσης για τις εκπομπές οξειδίων του αζώτου (NOx) μόνον όταν η εξωτερική θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 15 και 33 βαθμών Κελσίου (στο εξής: θερμοκρασιακό παράθυρο). Εκτός του παραθύρου αυτού, ο συντελεστής ανακυκλοφορίας των καυσαερίων (EGR) μειώνεται γραμμικά μέχρι το 0, γεγονός το οποίο οδηγεί σε υπέρβαση των οριακών τιμών, των εκπεμπόμενων ρύπων.
Με την απόφασή του το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ένα σύστημα το οποίο εξασφαλίζει την τήρηση των οριακών τιμών εκπομπών οξειδίων του αζώτου μόνον εντός του θερμοκρασιακού παραθύρου (15-33 βαθμοί) συνιστά σύστημα αναστολής, το οποίο απαγορεύεται καταρχήν βάσει του κανονισμού 715/2007 σχετικά με τις εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και επαγγελματικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6).
Όσον αφορά τα δικαιώματα των καταναλωτών σε περίπτωση έλλειψης συμμόρφωσης του αγορασθέντος αγαθού προς τους όρους της σύμβασης, η εφαρμοστέα κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών ευρωπαϊκή νομοθεσία, δηλαδή η οδηγία 1999/44 3, προέβλεπε ότι ο καταναλωτής μπορεί να απαιτήσει από τον πωλητή την επισκευή ή αντικατάσταση του αγαθού, εκτός αν μια τέτοια πράξη είναι αδύνατη ή δυσανάλογη.
Μόνον αν ο καταναλωτής δεν δικαιούται ούτε επισκευή ούτε αντικατάσταση ή αν ο πωλητής δεν έχει ολοκληρώσει έναν από τους εν λόγω τρόπους επανόρθωσης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ή χωρίς σημαντική ενόχληση του καταναλωτή δύναται ο τελευταίος να ζητήσει προσήκουσα μείωση του τιμήματος ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Ωστόσο, η υπαναχώρηση αποκλείεται εάν η έλλειψη συμμόρφωσης του αγαθού είναι ασήμαντη.