Οι συνεχιζόμενες, μικρές έστω, αυξήσεις στις ταξινομήσεις των ελαφρών επαγγελματικών και των μικρών φορτηγών, έρχονται να καλύψουν ένα μέρος των απωλειών που σημειώνονται στα μεσαία και βαρέα φορτηγά.
Αν και απομένουν τα επίσημα στοιχεία του Δεκεμβρίου για την πλήρη εικόνα του 2018, δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η αγορά έμεινε πίσω παρά τις προσδοκίες για ανάκαμψη.
Ιδιαίτερα, στον ιδιωτικό τομέα, δηλαδή στις μεμονωμένες αγορές επαγγελματικών οχημάτων, η χρονιά κύλησε με πτωτική πορεία η οποία αντισταθμίστηκε από τις πωλήσεις προς το δημόσιο (πυροσβεστικά, απορριμματοφόρα, ειδικών χρήσεων κ.α.) προς τις μεγάλες εμπορικές/ παραγωγικές επιχειρήσεις και προς τις εταιρείες μίσθωσης.
Αυτοκινητιστές και μεταφορικές επιχειρήσεις είχαν το μικρότερο μερίδιο στην αγορά των μεσαίων – βαρέων οχημάτων εξαιτίας της δραματικής πτώσης του εμπορίου που με τη σειρά του επέφερε μείωση στη διακίνηση προϊόντων.
Με δύο λόγια, η ζήτηση μεταφορικού έργου ήταν τη χρονιά που πέρασε κατά πολύ μικρότερη του διαθέσιμου τονάζ και τυχόν έκτακτες ανάγκες καλύφθησαν με αγορές μεταχειρισμένων, τα οποία απλά αντικατέστησαν ακόμη παλαιότερα και γηρασμένα φορτηγά.
Σε αυτή την αντικατάσταση βοήθησε πολύ η αγορά της Δυτικής Ευρώπης που τον τελευταίο καιρό έβγαλε στο σφυρί δεκάδες χιλιάδες φορτηγά Euro 5 εξαιτίας των μέτρων που έλαβαν είτε οι κυβερνήσεις, είτε οι Τοπικές Αρχές για την προστασία του περιβάλλοντος και της ατμόσφαιρας στα κέντρα των μεγάλων πόλεων επιτρέποντας την κυκλοφορία φορτηγών μόνο Euro 6 και ακόμη χαμηλότερων ρύπων (Euro 6c, Euro 6d ή φυσικού αερίου) προκαλώντας την απαξίωση των προηγούμενων μοντέλων και τη ζήτησή τους από άλλες χώρες (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) σε πολύ χαμηλή τιμή.
Πρόκειται, βέβαια, για μια κατάσταση που επηρεάζει αρνητικά την αγορά των καινούριων, η οποία μόνο με τη λήψη δραστικών μέτρων από την Πολιτεία θα μπορούσε να ανακάμψει.